υπεράλπιος

υπεράλπιος
και ὑπεράλπειος, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται πέρα από τις Άλπεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -άλπιος / -άλπειος (< Ἄλπεις), πρβλ. παρ-άλπιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”